Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἵππος φορεύς

См. также в других словарях:

  • φορέας — ο / φορεύς, έως, ΝΑ, και ιων. τ. γεν. ῆος Α νεοελλ. 1. αυτός που φέρει, έχει ή μεταδίδει κάτι (α. «φορέας επαναστατικών ιδεών» β. «φορέας μικροβίων») 2. τεχνολ. κατασκευή, συσκευή ή μηχανισμός που φέρει ωφέλιμο φορτίο ή αναδέχεται δυνάμεις, όπως… …   Dictionary of Greek

  • SAGMA — Graecis ςάγμα et ςαγὴ, proprie est, quod iumentis onera baiulantibus imponitur, ut mollius et sine sua noxa vehant; distinctum a sella equorum vel aliorum animantium, quibus homo vehitur. Vegetius Rei veterin. l. 2. c. 59. Exceptis his, qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SELLA Equestris — primum memoratur l. 47. Cod. Thieod. de Cursu publ. nec ante tempora Valentiniani Impetatoris eius fere mentio, ut et stapedum, de quibus aliquid diximus supra, in voce Scala. A sagmate differt, quod hoc propriê avimalibus onera baiulantibus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»